Στα μέσα του 2014 ξεκίνησα να αναζητώ τα νομικά επιχειρήματα που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να προσφύγω κατά του ΟΑΕΕ ζητώντας μείωση των εισφορών μου. Στο πλαίσιο εκείνης της προσωπικής αναζήτησης ότι θεωρούσα ενδιαφέρον το κράταγα σε αρχείο και παράλληλα το δημοσιοποιούσα στη σελίδα του συλλόγου Αττικής που τότε ήμουν μέλος, προκειμένου κι όποιοι άλλοι είχαν ανάλογους προβληματισμούς να ενημερωθούν και να αξιοποιήσουν το υλικό.
Εκτός από τη γνωμοδότηση Μανιτάκη που προφανώς ήταν το νούμερο ένα επιχείρημα όλων όσων έψαχναν το θέμα μείωσης εισφορών, είχα βρει και 2 – 3 ακόμα ισχυρά νομικά επιχειρήματα. Πάντα κατά τη δική μου εκτίμηση. Σε αυτό το σημείο να θυμίσω ότι η γνωμοδότηση Μανιτάκη είχε κρίνει πως ο ΟΑΕΕ ήταν υποχρεωμένος βάσει της νομοθεσίας να έχει αναπροσαρμόσει τις ασφαλιστικές εισφορές, ήδη από το 2009, μειώνοντας αυτές, χωρίς όμως να προσδιορίζει το ποσοστό μείωσης που θα έπρεπε να έχει γίνει. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι η μείωση αυτή θα έπρεπε να είναι της τάξης του 30% περίπου.
Δεύτερο επιχείρημα ήταν το ότι οι εισφορές είναι δημόσια βάρη, γεγονός που το αναφέρει και η γνωμοδότηση Μανιτάκη και σύμφωνα με το άρθρο 4, παρ. 5 του Συντάγματος, οι εισφορές θα έπρεπε να είναι ανάλογες με τις δυνάμεις των ασφαλισμένων, δηλαδή ανάλογες με τα εισοδήματά τους, είτε αναφερόμαστε στα δηλωθέντα εισοδήματα, είτε σε τεκμαρτά εισοδήματα.
Με δεδομένο όμως ότι οι ασφαλιστικές κατηγορίες του ΟΑΕΕ (γνωστές και ως ασφαλιστικές κλάσεις) στην ουσία ήταν υπολογισμός με ποσοστό επί τεκμαρτών εισοδημάτων, αυτομάτως προέκυψε το τρίτο επιχείρημα, καθώς, σύμφωνα με αποφάσεις Ανωτάτων Δικαστηρίων, η χρήση τεκμηρίων είναι αποδεκτή μόνο εάν αυτά είναι μαχητά κι έχει δικαίωμα ο πολίτης να τα αμφισβητήσει, διαφορετικά αποστερείται του υπερσυνταγματικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας, κάτι που είναι αντίθετο με το Σύνταγμα αλλά και τις Διεθνείς Συνθήκες που έχει υπογράψει η χώρα μας.