Του Στυλιανού Δ. Μαυρίδη *
Η πρόσφατη δημοσιονομική περιπέτεια της χώρας και ο κίνδυνος κατάρρευσης των ασφαλιστικών ταμείων, επέβαλε την ανάγκη στήριξής τους, μέσα από την αναδιάρθρωσή τους, τον εξορθολογισμό της λειτουργίας τους αλλά και τη χρηματοδοτική τους ενίσχυση. Στο πλαίσιο αυτό εκφράστηκαν διάφορες απόψεις, ενώ επιχειρήθηκε εν μέρει, νομοθετικά [1], και η αναδρομική επιβολή εισφορών.
Μοιραία τίθεται λοιπόν το ζήτημα εάν είναι επιτρεπτή η αναδρομική επιβολή εισφορών και σε ποια έκταση. Η επιχειρούμενη απάντηση στο εν λόγω ζήτημα καταλαμβάνει δύο σκέλη. Το πρώτο αφορά στη δυνατότητα νομοθετικής πρόβλεψης για αναδρομική επιβολή εισφορών και το δεύτερο στη δυνατότητα της Διοίκησης για αναδρομική επιβάρυνση – αναζήτηση εισφορών του ασφαλισμένου.
Η προσέγγιση του πρώτου σκέλους της επιχειρούμενης απάντησης συνδέεται άρρηκτα με τη νομική φύση των ασφαλιστικών εισφορών, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν η έννοια των ασφαλιστικών εισφορών μπορεί να υπαχθεί σε μία από τις σαφώς και περιοριστικά προσδιορισμένες περιπτώσεις απαγόρευσης αναδρομικής ισχύος των νόμων που καθορίζει το Σύνταγμά μας [2] και ειδικότερα, εάν η έννοια των εισφορών εντάσσεται στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 78 παρ. 2 Σ, το οποίο διακρίνει τα δημόσια βάρη σε δύο έννοιες γένους, ήτοι του φόρου και του οικονομικού βάρους [3].
Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 78 παρ. 2 Σ ορίζει ότι «φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε». Η απαγόρευση της συγκεκριμένης διάταξης αφορά στους φόρους και σε οποιοδήποτε οικονομικό βάρος. Από τη διατύπωση της εν λόγω διάταξης προκύπτει αβίαστα το ερώτημα εάν η έννοια των ασφαλιστικών εισφορών εντάσσεται στην έννοια του φόρου ή του οποιουδήποτε άλλου οικονομικού βάρους, προκειμένου ακολούθως να θεωρηθεί ότι και στις περιπτώσεις αυτές απαγορεύεται η αναδρομική ισχύς του σχετικού νόμου.