Μέχρι στιγμής οι ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ, έχουν κινηθεί νομικά εναντίον του, με μια σειρά επιχειρημάτων βασισμένων στην εθνική νομοθεσία. Τι γίνεται όμως με το ενωσιακό δίκαιο ;
«Δεν υπάρχει τίποτα πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων». Αυτή η ρήση του Αριστοτέλη έχει αποτυπωθεί στη σύγχρονη νομοθεσία κι είναι ηλίου φαεινότερο πως δύο άτομα με διαφορετικά εισοδήματα και μόνο κοινό κριτήριο τα χρόνια που είναι ασφαλισμένοι, αντιμετωπίζονται άνισα, όταν καλούνται να πληρώσουν τις ίδιες εισφορές, σε αντίθεση με ότι το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 4, παρ.5, δηλαδή ότι οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.
Με δεδομένη την ανυπαρξία μελετών που να συνδέουν την αύξηση των εισφορών στον ΟΑΕΕ ανά τριετία, με αντίστοιχη αύξηση εισοδήματος του ασφαλισμένου, παραβιάζεται και η αρχή της ίσης μεταχείρισης, εφ’ όσον γίνεται διάκριση με βάση την ηλικία του ασφαλισμένου κι έτσι άτομα με ίδια εισοδήματα, αλλά με διαφορετικά χρόνια ασφάλισης κι άρα και διαφορετικές ηλικίες, καλούνται να πληρώσουν διαφορετικές ασφαλιστικές εισφορές. Η πρακτική αυτή διακρίσεων του ΟΑΕΕ, για την οποία έχω ξαναγράψει, χαρακτηρίζοντάς την ηλικιακό ρατσισμό, είναι σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία, και την “αρχή της ίσης μεταχείρισης”, όπως αυτή καθορίζεται από τις σχετικές οδηγίες αλλά και τις ερμηνευτικές αποφάσεις Διεθνών Δικαστηρίων.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ευρωπαϊκής οδηγίας 2000/78, για ίση μεταχείριση, η οποία καλύπτει τόσο τις άμεσες διακρίσεις (διαφοροποιημένη μεταχείριση λόγω ιδιαίτερου χαρακτηριστικού) όσο και τις έμμεσες διακρίσεις (οποιαδήποτε διάταξη, κριτήριο ή πρακτική τα οποία μολονότι είναι εκ πρώτης όψης ουδέτερα, προκαλούν μειονεκτική μεταχείριση των προσώπων που εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες σε σχέση με άλλα άτομα).